-
1 πορεύω
A (lyr.), etc.: [tense] aor. ἐπόρευσα, poet.πόρευσα Pi.P.11.21
:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut.πορεύσομαι S.OT 676
, Pl.Smp. 190d;πορευθήσομαι IG22.141.2
, LXX 3 Ki.14.2: [tense] aor. ἐπορευσάμην (only compds. ἐν-, προ-, Pl. Ep. 313d, Plb.2.27.2);ἐπορεύθην Pi.Fr.75.8
, Hdt.8.107, Th.1.26, E. Hec. 1099 (lyr.), etc.: [tense] pf.πεπόρευμαι Pl.Plt. 266d
, D.53.6:([etym.] πόρος):I [voice] Act., make to go, carry, convey, by land or water, τινα Arion 1.13, Pi. O.1.77, P.11.21, etc.; (lyr.);ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα.. τις πορευσάτω Id.OC 1476
; (lyr.);ποντιὰς αὔρα,.. ποῖ με πορεύσεις; Id.Hec. 447
(lyr.);βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον Id.Med. 181
(lyr.);στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Th.4.132
, etc.: c. dupl.acc., carry or ferry over, [Νέσσος] ποταμὸν.. Βροτοὺς μισθοῦ 'πόρευε S.Tr. 560
;γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν.. πορεύσας ἐλάτᾳ E.Alc. 443
(lyr.).2 of things, bring, carry,ἐπιστολὰς πατρί S.OC 1602
; furnish, bestow, ; set in motion,κίνησις.. βραδυτῆτάς τε καὶ τάχη.. π. Pl.Lg. 893d
.3 abs., conduct a search, S.Ichn.324 (lyr., s.v.l.).II [voice] Pass. and [voice] Med., to be driven or carried,μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Id.Aj. 1254
;πρὸς βίαν π. Id.OC 845
.2 go, walk, march, Hdt.8.22, Thphr.Char.2.1, etc.;ἐφ' ἑνὸς σκέλους Pl.Smp. 190d
;σύνδρομά τινι Id.Plt. 266d
;ταχέως X.An. 2.2.12
;τοῖν ποδοῖν Id.Cyr.4.3.13
; go by land, opp. going by sea, Id.An.5.3.1; also cross, pass over, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ for the king's crossing, Hdt.8.107;π. δι' Εὐρίπου Th.7.29
: freq. with Preps., π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων, S.Tr. 392, E.Hipp. 1156; ;εἰς ἐκκλησίαν Thphr.Char.4.1
;ἐξ.. ἐς.. Hdt.4.35
;ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Pl.Phd. 113d
: c.acc.loci, enter,π.στέγας S.Tr. 329
, cf. E.Hel.51; π. διὰ Θεσσαλίης march through T., Hdt.7.196; π. παρὰ βασιλέος come from his presence, Id.6.95;παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην X.An.4.5.10
; π. πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα go in to her husband, Theano ap.D.L.8.43: freq. c.acc.cogn., μακροτέραν (sc. ὁδόν)π. X.An.2.2.11
, etc.; (lyr.);τὴν εἱμαρμένην πορείαν Pl.Mx. 236d
: c.acc.loci,γῆν πολλὴν π.
go over, trauerse,Arr.
An.6.23.1;π. τὰ δύσβατα X.Cyr.2.4.27
;τοσαῦτα ὄ ρη Id.An.2.5.18
: Geom., π. διὰ τοῦ κέντρου pass through the centre, Archim.Con.Sph. 16; π. γραμμάν traverse, move along a line, Id.Spir.14.—Special phrases: ἐς ἄρκυν π. fall into.., E.El. 965; ἐπ' ἔργον π., ἐπὶ τὰ δευτερεῖα π., Id.Or. 1068, Pl.Phlb. 23b; π. εἰς τὰ κτήματα enter into possession of.., D.44.32; ἢν αἱ καθάρσιες πορεύωνται if the menses come, Hp.Aph. 5.60.4 metaph.,ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. X.Cyr. 2.2.24
; of discourse,ἐκτὸς τῶν λόγων π. Pl. Lg. 812a
;διὰ τῶν ὁμολογουμένων X.Mem.4.6.15
; καθ' ὁμοιότητα π. proceed by analogy, Phld.Sign.31.6 go on one's way, i.e. die, Jul.Ep.14.
См. также в других словарях:
Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek
χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek